επαναστατημένος

επαναστατημένος
η , ο[ν]
1) восставший, поднявшийся (на борьбу); 2) взбудораженный, возбуждённый, взволнованный; 3) взлохмаченный (о волосах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαναστατημένος" в других словарях:

  • επαναστατημένος — η, ο [επαναστατώ] 1. αυτός που βρίσκεται σε επανάσταση, σε εξέγερση 2. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε ανώμαλη ψυχική κατάσταση 3. (για μαλλιά) αυτός που βρίσκεται σε αταξία …   Dictionary of Greek

  • Βαντόμ — I (Vendôme). Πόλη (18.359 κάτ.) της κεντρικής Γαλλίας στον νομό Λουάρ ε Σερ (Loir et Cher), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Κέντρου (Centre). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λουάρ και συνδέεται σιδηροδρομικά με το Παρίσι, στα ΒΑ. Η Β.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • επαναστατώ — επαναστατώ, επαναστάτησα, επαναστατημένος βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναστατώ — επαναστάτησα, επαναστατημένος 1. αμτβ., κάνω επανάσταση, ξεσηκώνομαι ενάντια στην εξουσία, το πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς, με σκοπό την ανατροπή του ή τη διεκδίκηση δικαιωμάτων: Το 1821 επαναστάτησαν οι Έλληνες. 2. μτφ., απειθαρχώ ενάντια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»